πτωματικός

πτωματικός
πτωμᾰτ-ικός, ή, όν,
A subject to epilepsy, Vett. Val.113.1; -κά, τά, = πτωματισμοί, Procl.Par.Ptol. 215.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός …   Dictionary of Greek

  • πτωματικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει σε πτώμα: Πτωματική ακαμψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωματικούς — πτωματικός subject to epilepsy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”